- hepatostomy
- мед.сущ. гепатостомия
Англо-русский медицинский словарь. 2012.
Англо-русский медицинский словарь. 2012.
hepatostomy — Establishment of a fissure into the liver. [hepato + G. stoma, mouth] * * * hep·a·tos·to·my (hep″ə tosґtə me) [hepato + stomy] surgical creation of an opening into the liver … Medical dictionary
ηπατοστομία — η ιατρ. η εγχειρητική διάνοιξη χοληφόρου συριγγίου ή αναστόμωση τού ήπατος με τον πεπτικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatostomy < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + stomy (πρβλ. στομία < στομος < στόμα)] … Dictionary of Greek